Βασικές αρχές για μια καλύτερη μάθηση

Μερικές βασικές αρχές για μια καλύτερη μάθηση σχετικά με τις Πανελλήνιες εξετάσεις

 

Το παρακάτω κείμενο αποτελεί μία σύνθεση διαφορετικών κειμένων. Σκοπός του ήταν να χρησιμοποιηθεί για την προετοιμασία ομιλιών και σεμιναρίων σχετικά με το θέμα των Πανελληνίων εξετάσεων. Πολλάείναι βασισμένα από τα βιβλία, «How we learn» του Benedict Carey[1] και «Motivation for Learning and Performance», του Bobby Hoffmann[2]Ωστόσο, εκτός του γενικού πλαισίου, το κείμενο αυτό μπορεί να δώσει μια εντύπωση για το πώς οι σύγχρονες τεχνικές μάθησης έχουν σχεδιαστεί και συχνά διαφέρουν από τη συνηθισμένη «κοινή λογική».

 

 

A.   « Η μνήμη »

Η μνήμη δε λειτουργεί, απλά, ως χώρος αποθήκευσης και επαναφοράς μερικών πληροφοριών, όπως  μίας ημερομηνίας ή ενός γεγονότος. Σκοπός της μνήμης είναι να μας επιτρέψει να υπάρχουμε στον κόσμο. Μας βοηθάει σε βασικές λειτουργίες, όπως να βρούμε τροφή ή να κυνηγήσουμε (προϊστορική περίοδος) μέχρι και πιο σύνθετες, όπως να βρούμε τον δρόμο της επιστροφής στο σπίτι, να κοινωνικοποιούμαστε, να έχουμε την ικανότητα να ανιχνεύουμε τους κινδύνους και ό,τι χρειαζόμαστε για να ζήσουμε μία καλή ζωή. Η μνήμη είναι, λοιπόν, σημασιολογική. Τις απλές και ασήμαντες πληροφορίες, χωρίς νόημα, τις ξεχνάμε γρήγορα όπως φαίνεται από τον παρακάτω πίνακα[3]:

Πολλά τα οποία μαθαίνουμε για τις Πανελλήνιες, ανήκουν ακριβώς στην κατηγορία των πραγμάτων των οποίων πρέπει να ξεχαστούν γρήγορα. Έτσι, ό,τι και να μάθουμε, λίγο-πολύ, ακολουθεί αυτήν την καμπύλη. Δε χρειάζεται να απογοητευόμαστε, όταν ξεχνάμε γρήγορα ό,τι έχουμε μάθει. Είναι αποτέλεσμα της φυσιολογίας, όχι δικό μας λάθος. Άρα, δεν υπάρχει ανάγκη να καταβάλουμε υπερβολική προσπάθεια. Δε βοηθάει. Ό,τι κι αν προσπαθήσουμε να «χωρέσουμε» στη «μνήμη» μας, (εκτός από την ημέρα πριν από μία εξέταση/τεστ) θα το ξεχάσουμε πολύ γρήγορα. Η χαλάρωση, ο ύπνος και η άσκηση είναι πιο σημαντικά για μία επιτυχημένη μελέτη από άλλη μία ώρα αναγκαστικής ανάγνωσης.

 

Ξεχνώντας λιγότερο

Πολλά μπορούν να γίνουν για τη βελτίωση της μνήμης . Η μνήμη αποτελείται από δύο μέρη, την αποθήκευση και την επαναφορά της αποθηκευμένης γνώσης. Στην πραγματικότητα, η επαναφορά είναι, πιο συχνά, το πρόβλημα. Γνωρίζουμε που και πώς έχουμε διαβάσει κάτι, αλλά δεν έχουμε πρόσβαση σ’ αυτό.

Αυτό, δίνει μια πρώτη ιδέα με ποιον τρόπο μπορούμε να μάθουμε πιο αποτελεσματικά. Δε θυμόμαστε τα γεγονότα, θυμόμαστε ολόκληρη τη σκηνή που και πώς μελετήσαμε. Η μνήμη είναι σκηνική. Είναι μια σύνθετη διαδικασία. Μερικοί μαθητές αποθηκεύουν σκηνές οπτικές, μερικοί ακουστικές και μερικοί άλλοι  χρησιμοποιούν αισθητικές διαδικασίες. Άρα, καλό είναι να καταλάβουμε σε ποια κατηγορία ανήκουμε και τι είναι αποτελεσματικό για εμάς.

Έρευνες δείχνουν, πως το να μελετάει κανείς με μουσική και ν’ αλλάζει, συνεχώς, το περιβάλλον στο οποίο μελετάει βοηθάει να θυμάται πιο εύκολα. Σ’ ένα άλλο κάπως τρελό πείραμα, ένας επιστήμονας ζήτησε από μερικούς δύτες να βουτήξουν κάτω από τη θάλασσα και να μάθουν εκεί ορισμένα πράγματα. Το πείραμα έδειξε, πως οι δύτες θυμούνταν πιο αποτελεσματικά αυτά τα οποία έμαθαν κάτω από τη θάλασσα παρά στην επιφάνεια υπό κανονικές συνθήκες. Η επαναφορά αυτών των οποίων οι δύτες έμαθαν, ήταν ακόμη μεγαλύτερη όταν η δοκιμή έγινε πάλι κάτω από το νερό. Αυτή,  δεν είναι μία κατάλληλη στρατηγική για προετοιμασία στις Πανελλαδικές, αλλά δείχνει πόσο σημαντικό είναι να δημιουργηθούν σκηνές οι οποίες βοηθούν στη μνήμη.

Σημαντικά στοιχεία πρέπει να εισαχθούν, σημεία αναφοράς, τα οποία θα βοηθήσουν να θυμόμαστε καλύτερα και έχουμε καλύτερη πρόσβαση σ’ αυτά τα οποία έχουν ήδη αποθηκευτεί στη μνήμη μας.Καθώς όλοι οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί, και μαθαίνουν με διαφορετικό τρόπο, ας δοκιμάσουμε ποιος τρόπος βοηθάει εμάς. Αν για παράδειγμα θέλουμε να μελετήσουμε με μουσική, μπορούμε να δοκιμάσουμε διαφορετικά είδη μουσικής για διαφορετικά θέματα.

Μπορούμε, επίσης, ν’ αλλάξουμε τον τόπο όπου μελετάμε ή να χρησιμοποιήσουμε και άλλα ακουστικά, οπτικά ή αισθητήρια στοιχεία για να αυξήσουμε τις δυνατότητές μας. Ο Φρίντριχ Σίλερ, ένας από τους σημαντικότερους Γερμανούς συγγραφείς, συνήθιζε να μυρίζει σάπια μήλα για να ενισχύσει με το ερέθισμα αυτό τη νοητική του ικανότητα. Αυτό ακούγεται τρελό, σωστά; Αλλά, δεν είναι κακό να χρησιμοποιήσουμε κάποιες φορές έναν «τρελό» τρόπο για να βρούμε αυτό το οποίο πραγματικά μας ταιριάζει.

 

Δημιουργώντας περισσότερα ερεθίσματα

Υπάρχουν πολλές στρατηγικές οι οποίες βοηθούν στην αύξηση των ερεθισμάτων και των σημείων αναφοράς για μια καλύτερη μνήμη. Μια πρώτη στρατηγική είναι να συλλογιστούμε  ποια είναι τα κίνητρα μας. Πριν ξεκινήσουμε, μπορούμε να εξηγήσουμε στον εαυτό μας γιατί κάνουμε όλα αυτά. Σε μια αισιόδοξη, θετική, επίδοξη διάθεση, ο εγκέφαλος είναι πιο πρόθυμος να αποθηκεύσει και να δημιουργήσει νέες συνδέσεις.

Εάν η διάθεση μας είναι απρόθυμη και νιώθουμε πως η διαδικασία της μελέτης αποτελεί καταναγκαστικό έργο, το σύστημα αποθήκευσης δεν είναι τόσο πρόθυμο να συνεργαστεί. Το κίνητρο λοιπόν, αυξάνει τη δύναμη της θέλησης. Η βίαιη δύναμη της θέλησης (ή η έλλειψη της) δεν είναι δεδομένη ικανότητα. Λειτουργεί, μάλλον, σαν ένας μυς που χρειάζεται ενδυνάμωση και σχετική φροντίδα. Εάν δεν «ασκηθεί» με υγιή τρόπο, δηλαδή, να χρησιμοποιούμε τη θέληση μας πάρα πολύ ή πολύ λίγο, αυτή δεν λειτουργεί σωστά και γίνεται πιο αδύναμη και δύσκαμπτή, όπως ένας μυς. Η δυσκαμψία αυτή δεν επιτρέπει αποτελεσματικές κινήσεις.

Μία άλλη χρήσιμη διαδικασία για να θυμόμαστε καλύτερα είναι να δημιουργήσουμε μια μεγαλύτερη αφήγηση, μια ιστορία γύρω από το τι πρέπει να μάθουμε. Αυτό μπορεί να είναι δύσκολο κατά καιρούς, όμως είναι εφικτό ακόμα και με τα μαθηματικά. Στη γενική αντίληψη, όσον αφορά τη μάθηση, τέτοιες πρόσθετες πρακτικές (όπως να παρακολουθήσετε ένα βίντεο στο YouTube με το σχετικό θέμα) θεωρούνται άσκοπες.

Αυτό σημαίνει, πως οι μαθητές απορρίπτουν ως περιττό φορτίο αυτό το οποίο ουσιαστικά βοηθάει τη μνήμη και κατ’ επέκταση σε μια μάθηση η οποία είναι σταθερή και μπορεί ν’ αναπτυχθεί. Απορρίπτεται η σημασιολογία, δηλαδή, η αφήγηση η οποία κρατά τα γεγονότα μαζί και δημιουργεί τη σκηνή με την οποία  κάποιος μπορεί να θυμηθεί.

Μία τυπική στρατηγική είναι προκαταρκτική εξέταση. Αυτό σημαίνει, να δοκιμάσουμε ό,τι γνωρίζουμε πριν ακόμη αρχίσουμε να μαθαίνουμε. Αυτό δημιουργεί πολλά σημεία αναφοράς για μια πιο αποτελεσματική αποθήκευση. Θέτει τον εγκέφαλο σε κατάσταση δεκτικότητας, δημιουργεί ενδιαφέρον για τα επόμενα.

Το αποτέλεσμα ενισχύεται περισσότερο, όταν για παράδειγμα, αυτό το οποίο θέλουμε να μάθουμε το διαβάζουμε δυνατά για να το ακούμε. Μια αναλογία ανάγνωσης – ανατροφοδότησης 40%, μπορεί να είναι ακόμα πιο αποτελεσματική.

 

Επαναλήψεις

Φυσικά, η επανάληψη των θεμάτων που μελετήσαμε, βοηθάει να διατηρήσουμε τη μνήμη μας ζωντανή και σε ετοιμότητα. Συχνά, συνιστάται να επαναλαμβάνουμε τακτικά το μάθημα, όπως φαίνεται από το παρακάτω διάγραμμα.[4]

Ωστόσο, αυτή η διαδικασία είναι, συχνά, χάσιμο χρόνου, ειδικά όταν οι εξετάσεις είναι πολύ μακριά και το υλικό που πρέπει να μελετηθεί είναι δύσκολο. Επιπλέον, οι συχνές επαναλήψεις οδηγούν σε κάτι το οποίο ονομάζεται «ψευδαίσθηση της ευχέρειας». Κάποιος θεωρεί πως γνωρίζει και κατανοεί, αλλά αυτό είναι ψευδαίσθηση. Νομίζουμε ότι «το έχουμε», δηλαδή, έχουμε κατακτήσει τις γνώσεις  και καθόμαστε στις εξετάσεις να γράψουμε και συνειδητοποιούμε ότι όλα έχουν «φύγει». Η «ψευδαίσθηση» είναι, ίσως, ο σημαντικότερος παράγοντας για την αποτυχία στις εξετάσεις.

Εάν επαναλάβουμε αργότερα ό,τι έχουμε μάθει, θα διαπιστώσουμε ότι έχουμε ξεχάσει πολλά. Όσο μεγαλύτερο είναι το διάστημα μεταξύ μάθησης και επανάληψης, τόσο πιο δύσκολο είναι να θυμηθούμε όλα όσα έχουμε διαβάσει. Στην πραγματικότητα, αυτό είναι καλό. Ονομάζεται, επιθυμητή δυσκολία. Αγωνιζόμαστε και συνειδητοποιούμε τα ελλείμματα μας, τις αδυναμίες μας και είμαστε σε θέση να ξεπεράσουμε αυτά τα εμπόδια. Επιπλέον, δημιουργούμε μια νέα σκηνή μάθησης μέσα στην οποία θυμόμαστε πιο εύκολα.

Οι έρευνες προτείνουν το ακόλουθο χρονοδιάγραμμα :

Ένας τέτοιος πίνακας δίνει μια πρώτη εντύπωση που μπορεί κανείς να υιοθετήσει σύμφωνα με τις δικές του ανάγκες και θέματα. Ο επιστήμονας, Piotr Wozniak[5] ανέπτυξε ένα πρόγραμμα, το Super Memo. Μια γνωστή, πλέον, μέθοδος εκμάθησης ξένης γλώσσας. Σύμφωνα με τη μέθοδο, προτείνεται να γίνεται η επανάληψη σε μικρότερο χρονικό διάστημα από την πρώτη επανάληψη. [6] Η διαφορά μπορεί να οφείλεται στο γεγονός, ότι η απομνημόνευση γεγονότων, όπως στην ιστορία, απαιτεί μια διαφορετική προσέγγιση από ένα μάθημα, όπως τα μαθηματικά ή μία ξένη γλώσσα όπου θα πρέπει να αναπτυχθεί ένα συνεχές σώμα γνώσης.

Πρέπει να βρούμε και να μαθαίνουμε με τον δικό μας καλύτερο τρόπο. Μία, σύντομη, επανάληψη ή δοκιμασία μετά από δύο ημέρες είναι ιδιαίτερα χρήσιμη. Παραδείγματος χάριν, μερικοί μαθητές χρησιμοποιούν τη μητέρα τους για να «πουν το μάθημα απέξω». Άλλη, μέθοδος θα μπορούσε να είναι η συνεργασία σε μία μικρή ομάδα με άλλους μαθητές, μία μέθοδος η οποία συνιστάται ιδιαίτερα. Σύμφωνα μ’ αυτόν τον τρόπο, είναι πιο αποδοτικό να μαθαίνουν δυο άτομα μαζί παρά ο καθένας ξεχωριστά. Επίσης, καλό είναι και να εξετάζει ο ένας τον άλλον πάνω σε αυτά τα οποία μελέτησαν μαζί. Έτσι, μαθαίνουμε πιο ευχάριστα και απομνημονεύουμε περισσότερα.   

 

Συμπέρασμα

Όταν εξετάζουμε τέτοιες τεχνικές, όπως η προ-δοκιμή, η απαγγελία, η προσθήκη ιστοριών, η δημιουργία μιας αφήγησης, δηλαδή, επενδύουμε στη σημασιολογική μνήμη, φαίνεται να είναι χάσιμο χρόνου, αποσπούν την προσοχή μας από αυτά τα οποία θεωρούμε ότι πρέπει να μάθουμε. Σε μια μελέτη, σε πανεπιστήμιο της Αυστρίας με εθελοντές πρωτοετείς φοιτητές, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι περισσότεροι από τους μισούς  γνώριζαν τεχνικές μάθησης, αλλά δεν τις χρησιμοποιούσαν. Οι φοιτητές τις θεώρησαν ως αναποτελεσματικές, είπαν ότι δεν είχαν τον απαραίτητο χρόνο για τέτοια πράγματα και ούτω καθεξής. Ωστόσο, δυσκολεύτηκαν πολύ με τη μάθηση, χωρίς να καταφέρουν να βρουν τον δικό τους τρόπο εκμάθησης.[7]

Αν οι σπουδαστές προσπαθήσουν να  μελετήσουν χωρίς να έχουν χρόνο, ενέργεια ή προθυμία να χρησιμοποιήσουν τέτοιες τεχνικές, συχνά δε θα μάθουν αποτελεσματικά. Σε ένα τέτοιο αδιέξοδο, χωρίς να υπάρχει χρόνος, το καλύτερο το οποίο μπορούμε να κάνουμε είναι ένα διάλειμμα και να συνεχίσουμε αργότερα. Τα τακτικά διαλείμματα βοηθούν σε μια αποτελεσματική μάθηση.

 

Τα τρία «κλειδιά»

1.    Σωματική άσκηση

Η άσκηση είναι το πρώτο «κλειδί» μιας καλής μάθησης. Αυξάνει την πλαστικότητα του εγκεφάλου και βοηθάει στη δημιουργία μνήμης. Όλες οι έρευνες δείχνουν, πως η σωματική άσκηση δεν είναι χαμένος χρόνος, αλλά κερδισμένος. Καλύτερα αποτελέσματα παρατηρούνται, όταν η άσκηση γίνεται κάποια στιγμή μετά τη μελέτη. Ακόμα, μπορεί να βοηθήσει και μια σύντομη επανάληψη μετά την σωματική άσκηση. Όμως, η μάθηση κατά τη διάρκεια της άσκησης είναι επίσης πολύ αποτελεσματική.  

 

2.    Ύπνος

Ο ύπνος δεν είναι απαραίτητος μόνο για να χαλαρώσουμε και να ανακτήσουμε δύναμη για την επόμενη μέρα, αλλά βοηθάει αποτελεσματικά και στη μάθηση. Κατά τη διάρκεια του ύπνου, ο εγκέφαλος αναδιοργανώνει αυτό που έχει μάθει. Οι σημασιολογικές ενδείξεις επεξεργάζονται, δημιουργούνται συνδέσεις και ενισχύεται η διαδικασία αποθήκευσης. Θετικό σημάδι αποτελεί, να ονειρεύονται οι μαθητές μετά από τα μαθήματα γιατί αυτό δείχνει, ότι η διαδικασία αυτή βρίσκεται σε εξέλιξη.

Εάν η ερώτηση είναι να διαβάσουμε μία ώρα περισσότερο ή να κοιμηθούμε μία ώρα περισσότερο, η απάντηση είναι σαφής. Ό, τι μαθαίνουμε με βία το βράδυ το ξεχνάμε γρήγορα. Ένας «υπνάκος» το απόγευμα βοηθάει στην απομνημόνευση της ύλης, που έχει μελετηθεί. Όταν «παίρνουμε έναν υπνάκο», δεν είναι έκφραση τεμπελιάς, αλλά μιας σωστής μάθησης, όταν βέβαια ενσωματώνεται σ’ ένα πλαίσιο μάθησης. Το πρόβλημα δεν είναι οι ώρες άσκοπου ύπνου, αλλά οι ώρες άσκοπου διαβάσματος.

 

3.    Διατροφή

Το τρίτο «κλειδί» για μια αποτελεσματική μάθηση είναι η καλή διατροφή. Ο εγκέφαλος χρειάζεται περίπου 20% της συνολικής μας ενέργειας και χρησιμοποιεί, για να την αποκτήσει, μόνο γλυκόζη. Στην πραγματικότητα, πολλοί φοιτητές αναφέρουν, ότι με κάποια γλυκά αισθάνονται αμέσως καλύτερα και πιο παραγωγικοί. Ωστόσο, η κατανάλωση ζάχαρης προκαλεί μεταβολική αντίδραση, η οποία διαδοχικά οδηγεί, μετά από μία ώρα, σε έλλειψη γλυκόζης στο αίμα, την λεγόμενη αντιδραστική υπογλυκαιμία. Οι περισσότεροι άνθρωποι δε νιώθουν καλά σ’ αυτήν την κατάσταση και συνήθως καταναλώνουν περισσότερη ζάχαρη. Μ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργούνται έντονες εναλλαγές στον μεταβολισμό, στη διάθεση, στη συγκέντρωση αλλά και στην ενέργεια. Αυτή είναι μία κακή πρακτική, μη παραγωγική, τόσο σε βραχυπρόθεσμο όσο και μακροπρόθεσμο επίπεδο. Η επιπρόσθετη ζάχαρη προκαλεί περισσότερο κακό παρά καλό. Ο εγκέφαλος χρειάζεται πολλές βιταμίνες και άλλα συστατικά για την αποθήκευση και την διαδικασία της απομνημόνευσης. Η καλύτερη στρατηγική είναι μία υγιεινή μεσογειακή διατροφή. 

 

Συμπέρασμα

Η δημιουργία μιας καλής μνήμης είναι ένα πολύπλοκο ζήτημα. Αρχικά, έχει να κάνει με τις προσωπικές στρατηγικές μάθησης τι οποίες πρέπει ν’ ανακαλύψει ο καθένας μόνος του και να τις αναπτύξει. Επιπλέον, πέρα από τις προσωπικές τεχνικές, έχει να κάνει και με συγκεκριμένες τεχνικές οι οποίες ενισχύουν τη μνήμη. Γενικά, όμως έχει να κάνει με έναν υγιή τρόπο ζωής, των συμπεριλαμβανομένων ζητημάτων, όπως ο ύπνος και η διατροφή. Η παραβίαση αυτών των αρχών είναι εύκολη, όμως οδηγεί σε χειρότερο αποτέλεσμα. Η τήρηση των παραπάνω βασικών αρχών, οδηγούν τόσο σε μια ισχυρή και επιτυχημένη εκμάθηση όσο και σε μία καλή σωματική κατάσταση. Αυτό είναι σημαντικό γενικά, αλλά ειδικά αν οι εξετάσεις είναι ακόμα μπροστά μας.

 

B. «Κατανεμημένη μάθηση»

Γιατί ξεχνάμε; Εάν δεν το κάναμε, θα «πλημμυρίζαμε» τον εγκέφαλό μας με αναρίθμητες λεπτομέρειες από τις οποίες δύσκολα θα μπορούσαμε να διακρίνουμε το σημαντικό από το ασήμαντο. Η κύρια «δουλειά» του εγκεφάλου είναι να «φιλτράρει» το σημαντικό υλικό και να το αποθηκεύσει. Το ασήμαντο το ξεχνάει γρήγορα και εύκολα ή δεν το θυμάται εξαρχής.

Ο εγκέφαλος τείνει να δημιουργεί μια μεγαλύτερη εικόνα, ένα δάσος από  δέντρα. Προσπαθεί να κρατήσει αυτό το οποίο του ταιριάζει σ’ αυτήν την εικόνα, στην προσωπική αφήγηση, του καθένα από εμάς («έτσι είμαι, αυτό είναι που χρειάζομαι, αυτό θα κάνω»). Αυτό σημαίνει, ότι σε όλα όσα μαθαίνουμε ή διαβάζουμε υπάρχει μια παράλληλη, ασυνείδητη κρίση η οποία λειτουργεί κάπως έτσι: “Είναι αυτό χρήσιμο για μένα; Για ποιο λόγο;”

Οι άχρηστες πληροφορίες «ξεχνιούνται» σύμφωνα με την καμπύλη της λήθης. Αυτό είναι ακριβώς το σημείο στο οποίο μπορούμε να παρέμβουμε. Μπορούμε να δώσουμε σήμα στο σύστημα αποθήκευσης, σχετικά με αυτό το οποίο θεωρούμε χρήσιμο. Πρέπει να δώσουμε στον εγκέφαλό μας ενδείξεις γι’ αυτό το οποίο είναι σημαντικό. Αυτή είναι μία βασική συνταγή για πετυχημένη μάθηση.

 

Ενδιαφέρον

Μια πολύ ισχυρή ώθηση για τη μνήμη είναι το ενδιαφέρον. Το ενδιαφέρον δημιουργεί μια κατάσταση εγρήγορσης. Σηματοδοτεί τον εγκέφαλο να αφομοιώσει αυτό που έρχεται και να δημιουργήσει συνδέσεις με άλλες εμπειρίες. Η πλήξη και η αντίσταση σηματοδοτούν, ότι δεν υπάρχει λόγος να θυμόμαστε αυτό το οποίο διαβάζουμε. Κατά αυτόν τον τρόπο, δε θα γίνουν συνδέσεις με την εσωτερική αφήγηση. Οι πληροφορίες δε θα αποθηκευτούν στη μακρόχρονη μνήμη. Εάν η αντίσταση είναι υψηλή, η ανάγνωση δύσκολα θα μπορέσει ν’ αποθηκευτεί στη βραχύχρονη μνήμη.

 

Η θεωρία «Ξεχνάμε για να μάθουμε»

Όταν οι πληροφορίες εισέρχονται στο σύστημα αποθήκευσης «μένουν» για λίγο. Όσο διάστημα, δηλαδή, φαίνονται χρήσιμες για τον εγκέφαλο. Στη συνέχεια, διαγράφονται. Αυτό συμβαίνει, επειδή το ενδιαφέρον μετατοπίζεται σ’ άλλα θέματα. Δεν υπάρχει λόγος να παραμείνει ο εγκέφαλος σε κάτι παλιό. Παλιές πληροφορίες διαγράφονται ή αποθηκεύονται σε βαθιά διαμερίσματα όπου η πρόσβαση είναι δύσκολη. Άλλα θέματα κινούνται στο προσκήνιο.

Το φαινόμενο «ξεχνάμε για να μάθουμε» ή φαινόμενο «Zeigarnik». ανακαλύφθηκε από τη Λιθουανή ψυχολόγο Bluma Wulfovna Zeigarnik.  Η ψυχολόγος παρατήρησε σ’ ένα εστιατόριο, πως οι σερβιτόροι μπορούσαν να θυμούνται όλες τις λεπτομέρειες μιας παραγγελίας για μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά ξεχνούσαν τα πάντα μόλις ο πελάτης πλήρωνε. Όσο, δηλαδή, ένα έργο είναι «ανοικτό» και ατελές, ο εγκέφαλος κρατά τις σχετικές λεπτομέρειες στο κύριο σύστημα μνήμης, ακριβώς όπως κάνει ένας υπολογιστής με ένα ανοιχτό πρόγραμμα. Μία τεχνική μάθησης που προκύπτει απ’ αυτό το πείραμα είναι να μένει ατελής η διαδικασία. Ο εγκέφαλος εξακολουθεί να απασχολείται μ’ αυτά τα καθήκοντα, ως αποτέλεσμα να διατηρείται η μνήμη φρέσκια.

Άλλη μία συνέπεια του φαινομένου Zeigarnik είναι, ότι η διακοπή του διαβάσματος δε διαταράσσει τη διαδικασία της μάθησης, αντίθετα, την ενισχύει. Ο εγκέφαλος παραμένει σε επαφή με την ανάγνωση, προσπαθεί να συγκρατήσει τα γεγονότα. Για κάτι το οποίο έχει νόημα και έχει κάποια σημασία, η μνήμη, ακόμα, ενισχύεται κατά τις πρώτες ημέρες. Ένα ποίημα (εάν δεν είναι βαρετό), για παράδειγμα, μπορεί κάποιος να το θυμηθεί καλύτερα μετά από 4 ημέρες παρά μετά από δύο.

Η ολοκλήρωση μιας εργασία επιτρέπει στη διαδικασία της λήθης να κάνει την εκκαθάρισή της. Όταν κάνετε μια διακοπή είναι επωφελές, όπως και όταν αποσπάται η προσοχή σας. Το να ρίξετε, δηλαδή, μια στιγμή μια ματιά στο λογαριασμό σας στο «Facebook» είναι καλό. Αλλά, γιατί συμβαίνει αυτό;

 

Επώαση

Όταν ασχολούμαστε με ένα έργο ή ένα μαθησιακό θέμα, ο εγκέφαλος παραμένει απασχολημένος μ’ αυτό, ακόμα κι αν σκεφτόμαστε ή κάνουμε κάτι διαφορετικό. Στο «παρασκήνιο» εξακολουθούμε να δουλεύουμε το θέμα, προσπαθούμε να βρούμε λύσεις για τις ημιτελείς εργασίες. Δηλαδή, μπορούμε να δώσουμε λύσεις για προβλήματα που δεν μπορούσαμε να λύσουμε στην αρχή, απλώς αφήνοντάς τα μια μέρα ή για μερικές μέρες στην «επώαση». Η σωστή απάντηση μπορεί να εμφανιστεί ξαφνικά, όταν κάνουμε κάτι διαφορετικό, όπως κατά τη διάρκεια του ύπνου, βλέποντας μια ταινία ακόμα και σε μια συζήτηση. Έτσι, όταν κολλήσουμε, απλά να το παρατήσουμε και κάνουμε άλλα πράγματα.

Αυτή η διαδικασία ασυνείδητης επίλυσης προβλημάτων περιγράφεται σε τέσσερα διαφορετικά στάδια[8]:

  1. Προετοιμασία.

  2. Επώαση.

  3. Διαφώτιση.

  4. Επαλήθευση.

Εδώ, μας ενδιαφέρει το δεύτερο στάδιο, η επώαση, καθώς δεν είναι μόνο σημαντικό για την επίλυση προβλημάτων, αλλά και για καλύτερη μάθηση.

Είναι καλό να έχουμε ένα μυαλό γεμάτο ανταγωνιστικά, ατελείωτα θέματα με τα οποία έχουμε ξεκινήσει. Αυτά, δουλεύουν στο παρασκήνιο, δημιουργούν συνδέσεις και εμπλουτίζουν την αφήγηση μας. Επιπλέον, η ύπαρξη διαφορετικών θεμάτων στην επώαση δημιουργεί ένα συγκεκριμένο είδος συνειδητοποίησης. Αυτό, αποδεικνύεται και μ’ ένα πείραμα.

 Στο πείραμα αυτό έδειξαν στους εθελοντές ένα δωμάτιο. Στη συνέχεια αυτοί έπρεπε να θυμούνται τα αντικείμενα αυτής της αίθουσας. Όταν τους είχε δοθεί μια καραμέλα που δημιουργεί δίψα πριν από την είσοδο, θυμούνταν περισσότερο αντικείμενα τα οποία σχετίζονταν με κάτι το οποίο θα μπορούσε να πιεί κανείς, για παράδειγμα ένα ποτήρι, ένα μπουκάλι κλπ. Δε θυμούνταν περισσότερα αντικείμενα, αλλά περισσότερο στοιχεία τα οποία ήταν σχετικά με την κατάστασή τους (δίψα).

Όταν είμαστε σ’ επώαση μ’ ένα συγκεκριμένο θέμα, είμαστε πιο προσεκτικοί για πληροφορίες σχετικές μ’ αυτό το θέμα. Οι πληροφορίες συγκεντρώνονται, αποθηκεύονται και γίνονται συνδέσεις, εν μέρει συνειδητά, εν μέρει ασυνείδητα. Δηλαδή, η επώαση μας φέρνει σε μια κατάσταση ευαισθητοποίησης, δημιουργεί ένα κλίμα περιέργειας. Η αντίληψη γίνεται συντονισμένη (κουρδισμένη). Νέες πληροφορίες εισάγουν αυτόματα τη μεγαλύτερη εικόνα, τη γραφική και τη σημασιολογική μνήμη.

 Οι οδηγίες αυτού του ευρήματος είναι απλές.

Να αρχίσουμε από νωρίς την προετοιμασία για μεγάλα θέματα και να μπούμε σε κατάσταση εξερεύνησης. Αυτό, δημιουργεί «ένα σώμα» γνώσεων  ικανοτήτων που επεκτείνονται με έναν αργό ρυθμό.

Σημαντικό σ’ όλη αυτή τη διαδικασία είναι ν’ ακούμε και αυτό το οποίο σκεφτόμαστε.

Η εισαγωγή των δικών μας σκέψεων και γνώσεων είναι, εξαιρετικά, χρήσιμη για τη μάθηση. Η εξατομίκευση των γεγονότων και των πληροφοριών δημιουργεί μια πιο βιώσιμη εικόνα. Το λεγόμενο, «Μοντέλο Συντήρησης Σημασίας» (Meaning Maintenance Model) λέει, ότι ο εγκέφαλος προσπαθεί πάντα να δώσει νόημα στις αντιληπτές πληροφορίες. Απλά πρέπει να επιτρέψουμε στον εγκέφαλό μας να το πράξει. Να μπερδευτούμε στην αρχή στις λεπτομέρειες και στα γεγονότα που πρέπει να μάθουμε είναι μια πολύ καλή αφετηρία για τη δική μας προσέγγιση στο καινούργιο θέμα.

 

Κατανεμημένη μάθηση

Υπάρχει μια πίστη στην επανάληψη. Γενικά, θεωρείται, πως πρέπει να κάνουμε συχνές επαναλήψεις μέχρι να τα θυμόμαστε πλήρως και να τ’ αποδίδουμε μ’ ευχέρεια. Αλλά αυτό, δεν είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικό. Η εστιασμένη, αδιάκοπη μελέτη είναι χειρότερη από την «κατανεμημένη μάθηση». Αυτό, έχει αποδειχθεί απ’ το πείραμα με τα «φασόλια» και το πείραμα με το  «μπάντμιντον»[9]. Στα αθλήματα, η  εστιασμένη εκπαίδευση, κατά ένα μέρος, με ξεκάθαρες μονάδες άσκησης δείχνει καλύτερα και πιο γρήγορα αποτελέσματα. Όμως, σταθεροποιείται εύκολα σε χαμηλό επίπεδο και έχει χειρότερα αποτελέσματα στους αγώνες. Το ίδιο ισχύει και για την τυπική μάθηση, όπως στη γλώσσα ή στα μαθηματικά. Η επανάληψη ορισμένων μαθηματικών ασκήσεων και η αποτροπή της εκμάθησης μιας γλώσσας οδηγεί σε γρήγορα αποτελέσματα αλλά αποδεικνύεται χειρότερη στις εξετάσεις. Η μάθηση σε μονάδες δημιουργεί μια ρουτίνα. Ωστόσο, είναι, συχνά, δύσκολο να μεταφερθεί αυτή η ρουτίνα σε άλλες συνθήκες. Πολύ συχνά, οι μαθητές αποτυγχάνουν στις εξετάσεις, καθώς οι ερωτήσεις, που τίθενται είναι λίγο διαφορετικές από αυτές που έμαθαν κατά τη διάρκεια της ρουτίνας τους.

Η λύση είναι η κατανεμημένη μάθηση, κατά την οποία τα μαθήματα δουλεύονται εναλλάξ, χωρίς μία συγκεκριμένη σειρά, αλλά όπως προκύπτουν. Στην αρχή, αυτό δε δείχνει να έχει τόσο καλό αποτέλεσμα. Η ποικίλη πρακτική παράγει έναν βραδύτερο ρυθμό προφανής βελτίωσης, αυξάνει, όμως, τις δεξιότητες καλύτερα με την πάροδο του χρόνου. Πολλά ξεχνιούνται, όταν τα «βάζουμε» στην άκρη πριν ολοκληρωθεί η εργασία και συχνά οι αρχές πρέπει να επανεξεταστούν. Αλλά αυτό, οδηγεί σε μια πιο αποτελεσματική μάθηση, καθώς κάποιος αναγκάζεται να κατανοήσει και να γενικεύσει τους εσωτερικούς κανόνες ενός θέματος. Επιπλέον, η διαδικασία μάθησης παραμένει στην επώαση. Αυτό, ονομάζεται «μαθαίνω με απομάκρυνση ή απόσταση».

 

Συμπέρασμα

Η ποικίλη, διακοπτόμενη και διασκορπισμένη μάθηση, είναι η καλύτερη διαδικασία εκμάθησης. Δημιουργεί ένα σύνολο γνώσεων και ικανοτήτων. Ωστόσο, κάποιος πρέπει να έχει λίγη εμπιστοσύνη στον εαυτό του, να εισέλθει στην κατάσταση εκμάθησης. Στη συνέχεια, κάποιος που πρέπει να αφομοιώσει όλες αυτές τις πληροφορίες, πρέπει να τις κατακτήσει, να τις κάνει, δηλαδή, «δικές του». Αυτό, ονομάζεται «νοοτροπία ανάπτυξης». Συχνά, οι μαθητές προσπαθούν να «στριμώχνουν» στον χώρο αποθήκευσης της μνήμης τους πράγματα τα οποία τείνουν ν’ αντιπαθούν και τότε, συνήθως, αποτυγχάνουν. Πιο αποτελεσματικό είναι, να δημιουργηθεί ένα δικό τους στυλ εκμάθησης και μ’ αυτόν τον τρόπο η γνώση να γίνεται «μέρος τους». Πρέπει να μεγαλώσουν το δάσος και να μην παλεύουν μόνο με κάποια δέντρα.

 


 

Πηγές

[1] Carey B (2005): How we learn, London

[2] Hoffmann B (2015): Motivation for Learning and Performance,  San Diego

[3] Καμπύλη της λήθης κατά τον Hermann Ebbinghaus

[4]  Έχει τροποποιηθεί από: http://sogangbang.blogspot.com/2011/04/forgetting-curve-of-ebbinghaus.html

[5] https://www.supermemo.com/pl/articles/history

[6] https://danspira.com/2008/07/24/learning-the-forgetting-curve/

[7] Nora M. Foerst, Julia Klug, Gregor Jöstl, Christiane Spiel, Barbara Schober. Knowledge vs. Action: Discrepancies in University Students’ Knowledge about and Self-Reported Use of Self-Regulated Learning Strategies. Frontiers in Psychology, 2017; 8 DOI: 10.3389/fpsyg.2017.01288

[8] https://www.brainpickings.org/2013/08/28/the-art-of-thought-graham-wallas-stages/

[9] Αυτά τα πειράματα παρουσιάστηκαν στα σχετικά μαθήματα για μαθητές και βρίσκονται στη σελίδα 152-154 στο βιβλίο «How We Learn» του Benedict Carey.